ΣΧΕΔΙΑ!
Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει απειλητικά. Τα
σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ήλιο.Δεν τολμούσε ούτε με μία αχτίνα του να ζεστάνει
τα πλάσματα της γης. Επέλεξε κι αυτός την ασφάλεια του, όπως τόσοι και τόσοι σε
αυτόν τον πλανήτη!
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα μεγάλα κομμάτια δέντρων που
είχαν άτακτα απλωθεί ολόγυρά του. Φάνηκε να σαστίζει! Ακούμπησε αυτό που
βρισκόταν μπροστά στα πόδια του με το τρέμουλο εκείνου που αγγίζει εν γνώσει
του κάτι ιερό.
Το χάιδεψε σχεδόν.
Άτολμα. Σαν εκείνον που για πρώτη φορά αγγίζει το παρθενικό δέρμα της κοπέλας
που λαχταρά.
Ξαφνικά αποφάσισε να το
κρατήσει σφικτά. Διεκδικητικά. Σαν να είναι ολοδικό του. Σαν να το διαφεντεύει
από αυτούς που θέλουν να το αρπάξουν. Πελέκησε τα κλαδιά που είχαν μείνει πάνω
του ξέπνοα, χωρίς τους χυμούς που τα
κάνει να τινάζονται προς τον ουρανό με περηφάνεια.
Άδραξε το σκεπάρνι. Ίσιωσε
την επιφάνεια του με μεγάλη επιμέλεια. Το σήκωσε ψηλά. Το θαύμασε. Ένα
χαμόγελο πλατύ έσκαψε το ρυτιδιασμένο
του πρόσωπο.
Τώρα ήταν πιο
αποφασιστικός. Έκανε την ίδια διαδικασία σε όλα τα ξύλα που ήταν γύρω του. Τα
χέρια του πληγώνονταν ,αλλά δεν έδινε καμία σημασία. Είχαν αποκτήσει πια μια
δική τους ζωή. Έκοβαν και έξυναν μεθυσμένα από τη μυρωδιά του φρέσκου ξύλου που
παραδίδεται στον σμιλευτή του χωρίς όρους.
Οι βροντές,ανυπότακτες
νότες που ξέφυγαν από τις παρτιτούρες του αφέντη τους, πλήγωναν τα αυτιά του.
Σκούπισε τα πριονίδια
που είχαν κολλήσει στην μπλούζα του.
Κοίταξε τον ουρανό. Η απειλή εξακολουθούσε να είναι υπαρκτή. Η καταιγίδα
πλησίαζε και εκείνος έπρεπε να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Έπρεπε να
γλυτώσει!
Τοποθέτησε τα ξύλα το ένα δίπλα στο άλλο. Είχε φτάσει η
ώρα που θα τα έδενε σφιχτά. Να μην
αφήσει στην κακοτυχία καμιά χαραμάδα για να τρυπώσει και του χαλάσει τα σχέδια.
Πήρε τα καρφιά από το
τσουβάλι που είχε δίπλα του. Κοίταξε εξεταστικά τα σημεία ένωσης . Κάρφωνε το
ένα μετά το άλλο.
Έστησε από πάνω μια
άλλη σειρά, καινούργια. Με τα κλαδιά ατόφια αυτήν τη φορά. Και με τα φύλλα!
Γέμισε τα κενά. Θυμήθηκε τη μάνα του. Έτσι γέμιζε τα μαξιλάρια. Και εκείνα
φούσκωναν . Και απάνω τους απόθεταν τους
παιδικούς τους ύπνους, τους ανέφελους.
Το ψηλότερο ξύλο , το πιο φροντισμένο, το άφησε για το
τέλος. Ήταν αυτό που έστησε όρθιο. Να κορδώνεται για το ανάστημά του. Να
ζηλεύουν τα υπόλοιπα που σφιχταγκαλιασμένα δεν μπορούσαν πια να πάρουν ανάσα.
Ένα σεντόνι σκοροφαγωμένο πήρε τη θέση του στην κορυφή του. Το τέντωσε
όσο πιο καλά μπορούσε. Το ακινητοποίησε. Το στερέωσε. Αριστερά και δεξιά.
Η κατασκευή του ήταν
πλέον έτοιμη.
Είχε χάσει την αίσθηση
του χρόνου. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα πόδια του πια δεν τον βαστούσαν.
Κάθισε πάνω στην βρεγμένη από τις ψιχάλες άμμο.
Χάιδεψε ένα
παραπεταμένο κλαδί. Το αισθάνθηκε ξαφνικά σαν την συντροφιά που δεν είχε. Έναν
φίλο που τόσο χρειαζόταν.
Κοίταξε το φεγγάρι.
Μικρό, θολό και κουτσουρεμένο προσπαθούσε μάταια να επιβληθεί στο στερέωμα.
Ο αέρας είχε ενταθεί.
Για μια στιγμή δίσταξε. Για δευτερόλεπτα.
Ρίγος διαπέρασε το σώμα
του. Τινάχτηκε
Στύλωσε τα πόδια γερά
στην άμμο. Τα χέρια του έπιασαν αποφασιστικά το έργο τους από τις δύο άκρες. Ο
κορμός του τεντώθηκε προς τα εμπρός. Ένα
αόρατο νήμα τον ένωνε πια με τη θάλασσα.Έσπρωχνε προς αυτήν.
Τα τρύπια παπούτσια του
γέμισαν άμμο.
Δεν έδωσε καμία σημασία.
Κοιτούσε μπροστά. Μόνο μπροστά.
Ένιωσε το υγρό στοιχείο
βάλσαμο στην ψυχή του. Όσο τα ρούχα του μούσκευαν, όσο έχανε την επαφή με το
έδαφος αισθανόταν όλο και πιο ανάλαφρος.
Με ένα πήδημα βρέθηκε
πάνω στα κομμάτια που αρμονικά δεμένα έπλεαν πάνω στα κύματα δειλά, χωρίς να τα πληγώνουν.
Είχε σωθεί ! Η τρικυμία
άρχιζε αλλά εκείνος είχε σωθεί!
Η σχεδία του! Αυτός
ήταν ο σωτήρας του! Σε αυτήν τα όφειλε όλα!
Σε αυτήν και στη
θάλασσα που απλωνόταν μπροστά του με τα ατίθασα κύματά της που έμοιαζαν να θέλουν
να τον καταπιούν. Όμως εκείνος ήξερε ότι δεν ήθελαν να τον καταπιούν. Ήθελαν να
τον αγκαλιάσουν.Να τον πάνε μακριά
από το πλήθος που περνάει δίπλα του
χωρίς να του δίνει καμία σημασία.
Από εκείνους που
καλοζωισμένοι δεν γυρίζουν ποτέ να τον κοιτάξουν .
Από όσους δεν στέκονται
καν να τον δουν, να τον λυπηθούνε έστω.
Έναν άνεργο, που
στέκεται στο πλάι προτείνοντας το χέρι του με δισταγμό…
Το πρωινό που ξημέρωσε
τον βρήκε στη γωνιά του με το πορτοκαλί του γιλέκο, τα τρύπια του παπούτσια και
το μπαλωμένο παντελόνι του.
Μπροστά από τις σκάλες
του μετρό.
Πίσω από την εκκλησία .
Ενώπιον του θεού και
των ανθρώπων που βιαστικοί δεν άκουγαν την παρακαλετή φωνή του.
Σχεδία! Πάρτε μια
Σχεδία , βρε παιδιά. Να ζήσω κι εγώ.
Σχεδία! Σχεδία!