Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

ΕΠΑΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ "ΔΙΗΓΗΜΑ" ΣΤΟΝ Μ' ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ 15/10/2024

 

  ΣΧΕΔΙΑ!

Ο  ουρανός είχε σκοτεινιάσει απειλητικά. Τα σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ήλιο.Δεν τολμούσε ούτε με μία αχτίνα του να ζεστάνει τα πλάσματα της γης. Επέλεξε κι αυτός την ασφάλεια του, όπως τόσοι και τόσοι σε αυτόν τον πλανήτη!

Τα μάτια του  καρφώθηκαν στα μεγάλα κομμάτια δέντρων που είχαν άτακτα απλωθεί ολόγυρά του. Φάνηκε να σαστίζει! Ακούμπησε αυτό που βρισκόταν μπροστά στα πόδια του με το τρέμουλο εκείνου που αγγίζει εν γνώσει του  κάτι ιερό.

Το χάιδεψε σχεδόν. Άτολμα. Σαν εκείνον που για πρώτη φορά αγγίζει το παρθενικό δέρμα της κοπέλας που λαχταρά.

Ξαφνικά αποφάσισε να το κρατήσει σφικτά. Διεκδικητικά. Σαν να είναι ολοδικό του. Σαν να το διαφεντεύει από αυτούς που θέλουν να το αρπάξουν. Πελέκησε τα κλαδιά που είχαν μείνει πάνω του ξέπνοα,  χωρίς τους χυμούς που τα κάνει να τινάζονται προς τον ουρανό με περηφάνεια.

Άδραξε το σκεπάρνι. Ίσιωσε την επιφάνεια του με μεγάλη επιμέλεια. Το σήκωσε ψηλά. Το θαύμασε. Ένα χαμόγελο  πλατύ έσκαψε το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο.

Τώρα ήταν πιο αποφασιστικός. Έκανε την ίδια διαδικασία σε όλα τα ξύλα που ήταν γύρω του. Τα χέρια του πληγώνονταν ,αλλά δεν έδινε καμία σημασία. Είχαν αποκτήσει πια μια δική τους ζωή. Έκοβαν και έξυναν μεθυσμένα από τη μυρωδιά του φρέσκου ξύλου που παραδίδεται στον σμιλευτή του χωρίς όρους.

Οι βροντές,ανυπότακτες νότες που ξέφυγαν από τις παρτιτούρες του αφέντη τους, πλήγωναν τα αυτιά του.

Σκούπισε τα πριονίδια που είχαν κολλήσει  στην μπλούζα του. Κοίταξε τον ουρανό. Η απειλή εξακολουθούσε να είναι υπαρκτή. Η καταιγίδα πλησίαζε και εκείνος έπρεπε να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Έπρεπε να γλυτώσει!

Τοποθέτησε  τα ξύλα το ένα δίπλα στο άλλο. Είχε φτάσει η ώρα που θα τα έδενε σφιχτά.  Να μην αφήσει στην κακοτυχία καμιά χαραμάδα για να τρυπώσει και  του χαλάσει τα σχέδια.

Πήρε τα καρφιά από το τσουβάλι που είχε δίπλα του. Κοίταξε εξεταστικά τα σημεία ένωσης . Κάρφωνε το ένα μετά το άλλο.

Έστησε από πάνω μια άλλη σειρά, καινούργια. Με τα κλαδιά ατόφια αυτήν τη φορά. Και με τα φύλλα! Γέμισε τα κενά. Θυμήθηκε τη μάνα του. Έτσι γέμιζε τα μαξιλάρια. Και εκείνα φούσκωναν . Και απάνω τους απόθεταν  τους παιδικούς τους ύπνους, τους ανέφελους.

Το ψηλότερο  ξύλο , το πιο φροντισμένο, το άφησε για το τέλος. Ήταν αυτό που έστησε όρθιο. Να κορδώνεται για το ανάστημά του. Να ζηλεύουν τα υπόλοιπα που σφιχταγκαλιασμένα δεν μπορούσαν πια να πάρουν ανάσα.

Ένα σεντόνι σκοροφαγωμένο  πήρε τη θέση του στην κορυφή του. Το τέντωσε όσο πιο καλά μπορούσε. Το ακινητοποίησε. Το στερέωσε. Αριστερά και δεξιά.

Η κατασκευή του ήταν πλέον έτοιμη.

Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα πόδια του πια δεν τον βαστούσαν. Κάθισε πάνω στην βρεγμένη από τις ψιχάλες άμμο.

Χάιδεψε ένα παραπεταμένο κλαδί. Το αισθάνθηκε ξαφνικά σαν την συντροφιά που δεν είχε. Έναν φίλο που τόσο χρειαζόταν.

Κοίταξε το φεγγάρι. Μικρό, θολό και κουτσουρεμένο προσπαθούσε μάταια να επιβληθεί στο στερέωμα.

Ο αέρας είχε ενταθεί. Για μια στιγμή δίσταξε. Για δευτερόλεπτα.

Ρίγος διαπέρασε το σώμα του. Τινάχτηκε

Στύλωσε τα πόδια γερά στην άμμο. Τα χέρια του έπιασαν αποφασιστικά το έργο τους από τις δύο άκρες. Ο κορμός του τεντώθηκε  προς τα εμπρός. Ένα αόρατο νήμα τον ένωνε πια με τη θάλασσα.Έσπρωχνε προς αυτήν.

Τα τρύπια παπούτσια του γέμισαν άμμο.

Δεν έδωσε καμία σημασία. Κοιτούσε μπροστά. Μόνο μπροστά.

Ένιωσε το υγρό στοιχείο βάλσαμο στην ψυχή του. Όσο τα ρούχα του μούσκευαν, όσο έχανε την επαφή με το έδαφος  αισθανόταν όλο και πιο ανάλαφρος.

Με ένα πήδημα βρέθηκε πάνω στα κομμάτια που αρμονικά δεμένα έπλεαν πάνω στα κύματα  δειλά, χωρίς να τα πληγώνουν.

Είχε σωθεί ! Η τρικυμία άρχιζε αλλά εκείνος είχε σωθεί!

Η σχεδία του! Αυτός ήταν ο σωτήρας του! Σε αυτήν τα όφειλε όλα!

Σε αυτήν και στη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά του με τα ατίθασα κύματά της που έμοιαζαν να θέλουν να τον καταπιούν. Όμως εκείνος ήξερε ότι δεν ήθελαν να τον καταπιούν. Ήθελαν να τον  αγκαλιάσουν.Να τον πάνε μακριά από  το πλήθος που περνάει δίπλα του χωρίς να του δίνει καμία σημασία.

Από εκείνους που καλοζωισμένοι δεν γυρίζουν ποτέ να τον κοιτάξουν .

Από όσους δεν στέκονται καν να τον δουν, να τον λυπηθούνε έστω.

Έναν άνεργο, που στέκεται στο πλάι προτείνοντας το χέρι του με δισταγμό…

Το πρωινό που ξημέρωσε τον βρήκε στη γωνιά του με το πορτοκαλί του γιλέκο, τα τρύπια του παπούτσια και το μπαλωμένο παντελόνι του.

Μπροστά από τις σκάλες του μετρό.

Πίσω από την εκκλησία .

Ενώπιον του θεού και των ανθρώπων που βιαστικοί δεν άκουγαν την παρακαλετή φωνή του.

Σχεδία! Πάρτε μια Σχεδία , βρε παιδιά. Να  ζήσω κι εγώ.

Σχεδία! Σχεδία!

 

 


 Αφιερωμένο στον αγαπημένο μου σύζυγο που πάντα με παρακινεί να γράφω !

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ 23ος ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ Ε.Τ.Ε.Π ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ, 18/11/2023

 

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ !




 

Η ταμπέλα στην πόρτα του μικρού διαμερίσματος του ημιυπόγειου της οδού Καποδιστρίου ήταν σαφής και δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας.

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Η ουρά που είχε συγκεντρωθεί από το πρωί έφθανε μέχρι το ισόγειο. Άνθρωποι όλοι τους μέσης και τρίτης  ηλικίας. Άλλοι με καλόγουστα κοστούμια και  καλογυαλισμένα παπούτσια. Άλλοι με τριμμένα από τον χρόνο ενδύματα και σκονισμένα υποδήματα που παρέπεμπαν σε παρελθούσα δεκαετία. Και τραγιάσκα… Όλοι όμως είχαν ένα κοινό. Ή μάλλον δύο!

Κρατούσαν στο χέρι ένα βιβλίο. Δερματόδετο στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Με σελίδες  κιτρινισμένες, σκισμένες, που πολλές φορές πετάγονταν   με αναίδεια σαν να ήθελαν να ξεφύγουν από τα δεσμά του δερμάτινου εξωφύλλου που τις ήθελαν υπάκουες.

Όλοι τους φορούσαν γυαλιά. Με χρυσό σκελετό. Που πλαισίωνε το πρόσωπό τους δίνοντάς τους ένα ύφος σοφιστικέ. Ένα ύφος που δεν μπορούσες να μην το προσέξεις έτσι όπως στέκονταν ο ένας  πίσω από τον άλλο με μία ηρεμία που μόνο  ένας διανοούμενος μπορεί να έχει επιτύχει εκεί στη μακρινή χώρα των μακάρων .

Η πόρτα άνοιγε με αργούς ρυθμούς. Και κατάπινε έναν έναν τους άνδρες με τα κοστούμια και τις τραγιάσκες.

-Τι δηλώνετε ότι είστε;

Κλασσική η ερώτηση του μικρόσωμου άνδρα με τα λιγοστά μαλλιά που κρυβόταν θαρρείς πίσω από το γραφείο με τα  χιλιάδες αποκόμματα και τα τρία τηλέφωνα.

-Είμαι πνευματικός άνθρωπος, απάντησε με θάρρος ο  πενηντάρης ασπρομάλλης που κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα  κόντρα στο φως που έμπαινε από το παράθυρο που κοιτούσε ανατολικά.

-Και τι νομίζεις ότι είναι αυτό που σε κάνει να διαφέρεις  από τους άλλους που  είδα μέχρι τώρα και που θα βλέπω μέχρι το βράδυ; Τι διαφορετικό διαθέτεις;

-Ξέρω τι μου γίνεται, απάντησε με την  ίδια σταθερότητα.

Τα  μαύρα αετίσια μάτια του μικρόσωμου ανακριτή καρφώθηκαν στον άνδρα που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. Ένα μικρό μειδίαμα ντράπηκε να κάνει την εμφάνισή του και παρέμεινε καλά κρυμμένο. Σηκώθηκε. Πήγε στο μεγάλο παράθυρο πίσω από τον σίγουρο για τον εαυτό του πνευματικό άνθρωπο. Τράβηξε την κουρτίνα, όχι παραπάνω από πέντε εκατοστά, και κοίταξε κλεφτά τον δρόμο.

-Τι νομίζεις ότι γίνεται τώρα έξω; τον ρώτησε .

Δεν τον κοίταξε. Κοίταζε τον δρόμο. Σαν να είχε κολλήσει το βλέμμα του.

-Πολλά!  Τα αυτοκίνητα κινούνται... Οι άνθρωποι πάνε στον προορισμό τους, αγέλαστοι, κατσουφιασμένοι. Τα κορναρίσματα δίνουν και παίρνουν. Κι όμως έχει μια ησυχία που μου τρυπάει τα αυτιά!

Λίγο πιο πέρα μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά ζητιανεύει. Έχει το χέρι τεντωμένο.   Κανείς δεν προσέχει αυτό το χέρι.  Όλοι την προσπερνούν.

Ένα αγόρι κάνει βόλτες με το ποδήλατό του. Η ταχύτητα τον έχει μεθύσει. 

Στο βάθος βλέπω καπνό…Συντρίμμια, πόλεις γκρεμισμένες, ανθρώπους καταπλακωμένους, ανάσες κοφτές κάτω από τα ερείπια…

Βλέπω και ράγες! Πολλές που συναντιούνται. Και μια μεγάλη φωτιά! Και σώματα νεαρά που υψώνονται εξαϋλωμένα προς τον ουρανό με λευκά φτερά. Και από κάτω μάνες. Στα μαύρα όλες! Να τραβάνε τα μαλλιά τους και να ξεσκίζουν τα στήθια τους.

Βλέπω όπλα στραμμένα σε γυναίκες και παιδιά!

Βλέπω φρικαλεότητες!

Βλέπω και μια μπότα να πατάει τους ανθρώπους στο πρόσωπο. Να τους εκμηδενίζει!

Δεν κοίταξε καν  προς το παράθυρο.  Ο αντικρινός λευκός τοίχος με τις μπεζ στάμπες φάνηκε να μονοπώλησε το ενδιαφέρον του.

Πίσω από την πλάτη του ο μικρόσωμος άνδρας με το καρό πουκάμισο δεν μετακινήθηκε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί κάπου…ή ίσως και πουθενά.

-Και εσύ τι μπορείς να κάνεις για αυτό; τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάξει.

-Εγώ; Μπορώ να βγω στο πεζοδρόμιο. Να προχωρήσω μαζί με τον κάθε περαστικό. Και να του πω στα αυτί ότι τώρα είναι η δική του ώρα. Ότι τώρα που φαίνεται ότι όλα λειτουργούν εις βάρος του εκείνος οφείλει να αντιδράσει. Ότι  ήρθε η ώρα να αποδείξει ότι είναι πλασμένος για τα ωραία και τα υψηλά. Ότι δεν μπορεί να περπατά τάχα μου αμέριμνος. Ότι δεν μπορεί να συνεχίζει τη ζωή του δίπλα σε τέτοια ασχήμια, δίπλα  σε τόσο πόνο, δίπλα σε τόσο θρήνο.  Ότι δεν μπορεί να επιτρέπει! Ότι δεν μπορεί να ξεχνάει. Ότι πρέπει να χτίσει αυτό που γκρεμίζεται. Ότι πρέπει να στηρίξει αυτό που χάνει την ισορροπία του.  Ότι πρέπει να παραμείνει ελεύθερος και δυνατός . Πάση θυσία!

-Μπα; Και θα σε ακούσει; Εδώ παρέδωσε την ελευθερία του χωρίς καμία αντίρρηση. Μπήκαν στο σπίτι του και δεν αντέδρασε. Τον λοιδόρησαν, τον εξαπάτησαν, τον άφησαν ανέστιο και ρακένδυτο και δεν κούνησε το δαχτυλάκι του.  Του πήραν ό,τι πολυτιμότερο είχε, τα παιδιά του! Πόσοι αντέδρασαν; Πόσοι θα ήθελαν να ξεφύγουν από αυτό που τώρα ζουν;

Η ειρωνεία έκανε τα τζάμια του κλειστού παραθύρου να τρίζουν .

-Θα με ακούσει. Γιατί θα είμαι μαζί του στο πεζοδρόμιο. Θα είμαι μαζί στον περίπατό του. Θα γίνω η φωνή της συνείδησής του. Θα τον συντροφεύω τις δύσκολες ώρες που θα αισθάνεται απελπισμένος. Θα του κρατάω το χέρι στον πόνο. Θα του δείξω το δρόμο της επιστροφής. Της επανόδου σε αυτά που έχασε, στα νόμιμα και στα ηθικά.

Σηκώθηκε ζωηρά από την πολυθρόνα που φάνηκε προς στιγμήν να τον είχε καταπιεί. Τέντωσε το σακάκι και τίναξε  τον λαιμό του με σιγουριά.  Χωρίς να κοιτάξει πίσω του κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Άγγιξε το πόμολο.

-Μας κάνεις, είπε η φωνή από το παράθυρο. Από σήμερα πιάνεις δουλειά. Αυτήν την δουλειά που εδώ και χρόνια έπρεπε κάποιος από τους ομοίους σου να είχε κάνει.

Για δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος. Με το χέρι στο πόμολο. Δεν γύρισε πίσω. Δεν έδωσε συνέχεια. Βγήκε. Πέρασε από την ουρά που είχε μεγαλώσει. Άνοιξε την βαριά σκαλιστή πόρτα της εισόδου. Πάτησε γερά στο πεζοδρόμιο. Στάθηκε. Κοίταξε γύρω του. Περνούσε ένας νέος  άνδρας. Θα ‘ταν δεν θα’ ταν είκοσι χρονών. Με μία  θλίψη που δεν ταιριάζει στα λίγα του χρόνια.  Πήγε στο κατόπι του. Τώρα περπατούσε δίπλα του. Σχεδόν τον έπιασε από το χέρι. Και έσκυψε στο αυτί του. Και του μίλησε σιγά.

Για αυτά που είχε ξεχάσει. Για αυτά που δεν του είπε κανείς. Για ό,τι αποσιωπήθηκε. Για ό,τι  έμεινε στο σκοτάδι, για να μην έρθει στο φως.

ΔΕΝ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΒΡΕΘΗΚΕ!




 Σημείωση : Αφιερωμένο στους συνοδοιπόρους μου στον δύσκολο αγώνα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, σε όσους με προσωπικό κόστος αγωνίστηκαν και αγωνίζονται σε πείσμα των καιρών , στους "πεισματάρηδες που αγωνίζονται να εξαλείψουν τη φθορά", στις " ωραίες μειοψηφίες" που "είναι το κάτι άλλο"!

 

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

 

ANTIΓΟΝΗ : ΕΝΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ  ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

Στη Β’ Λυκείου στα πλαίσιο του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών διδάσκουμε την τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Δεν σας κρύβω ότι είναι ένα μάθημα που αφήνει αδιάφορους τους μαθητές (στην πλειοψηφία τους) και κουράζει αφάνταστα τους διδάσκοντες (λόγω αυτής της αδιαφορίας).

Η ιστορία της νεαρής κοπέλας που με το πείσμα της και την επιμονή της να θάψει τον αδελφό της κόντρα στα κελεύσματα του άρχοντα θείου της οδηγείται σε έναν τραγικό θάνατο που συμπαρασύρει και άλλους δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον  των 17χρονων ελληνόπουλων. Είναι εμφανές ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτό το πλάσμα που με τέτοιο θάρρος (ή θράσος;) στέκεται απέναντι στον άρχοντα της πόλης υπερασπιζόμενη αυτό που εκείνη θεωρεί σωστό.

Η σύγκρουση ανάμεσα στο κορίτσι και τον άρχοντα της πόλης είναι ομολογουμένως πολυεπίπεδη. Στις όλο ένταση στιχομυθίες τους διακρίνουμε την  αιώνια πάλη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό,  στους γραπτούς και άγραφους νόμους των θεών (ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα), στο χρέος και τη διαταγή, στην ανθρωπιά και στην απανθρωπιά, στην αξία και στην αρχή,  στο δίκαιο και στο…δίκαιο.

Ναι, γιατί και οι δύο φαίνεται να έχουν δίκαιο. Και οι δύο το υπερασπίζονται λυσσαλέα. Από την πλευρά του πολίτη ο ένας, από την πλευρά της εξουσίας ο άλλος. Στα πρόσωπα των δύο αυτών τραγικών ηρώων μπορούμε καθαρά να διακρίνουμε  την αντιπαράθεση του ατομικού και του συλλογικού, μια αντιπαράθεση που σήμερα είναι περισσότερο  αισθητή από ποτέ.

Με τη στάση της η νεαρή Αντιγόνη διακηρύσσει ότι ο πολίτης είναι ελεύθερος να διαφεντεύει τη ζωή του, όπως εκείνος θέλει. Και εκείνη δηλώνει ότι ενεργεί , όπως ενεργεί, γιατί όλη της η ύπαρξη είναι διαποτισμένη από την αγάπη (οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συφιλεῖν ἔφυν). Αυτή είναι το κίνητρό της, αυτή είναι που καθορίζει τη δράση της και αυτή είναι που θα την οδηγήσει στην ανήλιαγη τιμωρία της, αφού πριν έχει υψώσει το ανάστημά της στην εξουσία, δείχνοντας ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος.

Ο Κρέοντας από την άλλη δηλώνει από την πρώτη στιγμή «…γιατί το ξέρω πως είναι μοναδικό σωσίβιο(η πόλη) και μόνο πάνω στης πόλης το σκαρί, ορθό σαν πλέει, δημιουργούμε τις φιλίες μας»,  νομιμοποιώντας έτσι τη διαταγή του που αφορά νεκρούς και ζωντανούς. Μια διαταγή που δεν βρίσκει σύμφωνη όλους τους πολίτες, όπως αργότερα ο ίδιος του ο γιος θα τολμήσει να ξεστομίσει (Οὔ φησι ὁμόπτολις λεώς τῆσδ᾽ Θήβης) στην προσπάθειά του να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.

 

Ο μεταξύ τους διάλογος είναι αποκαλυπτικός όσον αφορά την άποψη του Κρέοντα σχετικά με το ποιος κυβερνά, πώς κυβερνά, γιατί κυβερνά. Τα ερωτήματα που θέτει επίκαιρα : «Πόλις γὰρ ἐρεῖ ἡμῖν ἁμὲ χρὴ τάσσειν;», «Ἄλλῳ γὰρ ἢ ᾽μοὶ χρή με ἄρχειν τῆσδ᾽ χθονός;», «Ἡ πόλις οὐ νομίζεται τοῦ κρατοῦντος;».  Επίκαιρα και δηλωτικά της στάσης του ίδιου του κυβερνήτη απέναντι στα πράγματα. Κυβερνά μ ια πόλη που λογίζεται δική του, πολίτες  που είναι ιδιοκτησία του και οι οποίοι δεν επιτρέπεται με κανέναν τρόπο να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των νόμων (κάτι που η Αντιγόνη με την παρέμβασή της αποτόλμησε).

Αγαπημένοι μου μαθητές, οι τραγωδίες εκφράζουν και απευθύνονται σε κάτι αρχέγονο που υπάρχει μέσα σας. Ο Σοφοκλής δεν επέλεξε τυχαία αυτήν την ιστορία (ή μύθο, όπως θέλετε πείτε την). Η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα είναι μια διαχρονική πάλη ανάμεσα  στον εξουσιαζόμενο και στον εξουσιαστή, ανάμεσα σε αυτόν που θεωρεί ότι πρέπει να εισακούγεται και σε αυτόν που θεωρεί ότι μία πόλη / κράτος/ χώρα είναι τσιφλίκι του.

Αγαπημένοι μου μαθητές, το τέλος αυτού του θεατρικού έργου που έρχεται στην επικαιρότητα ,  ιδίως όταν έχουμε εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος με ψευδεπίγραφα διλήμματα, διδάσκει πρωτίστως όσους ασκούν την εξουσία ότι η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη : αυτός που δεν αφουγκράζεται τη θέληση των πολιτών, αυτός που αυθαιρετεί στο όνομα κάποιων υψηλών –τάχα-  ιδανικών  τελεί σε  απόλυτη τύφλωση. Όταν έρθει το φως, θα είναι αργά. Και τότε δεν του μένει παρά να αναφωνήσει ως άλλος Κρέων « Πάρτε με ,δούλοι, σύρτε με γρήγορα μακριά, γιατί δεν είμαι παρά ΤΙΠΟΤΕ».  

 

 

 

 

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

 

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ‘Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

Η δική μου γενιά μεγάλωσε με τη μόνιμη επωδό «πόσες θυσίες έχω κάνει εγώ για να σε μεγαλώσω!». Αυτό – θες δε θες- σου δημιουργεί  ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι σε αυτόν που σε μεγάλωσε και ταυτόχρονα μία ενοχή ότι ο ερχομός σου τσαλαπάτησε τα όνειρα και τις επιθυμίες κάποιου ανθρώπου  που  από τη στιγμή της εμφάνισής  σου στον μάταιο τούτο κόσμο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα όνειρά του.

Την πρωτοκαθεδρία σε αυτό έχουν αναμφισβήτητα οι μητέρες. Σύμμαχός τους τα δάκρυα που κυλούν στα μάτια τους κάθε φορά που μιλάνε για τις θυσίες τις οποίες βέβαια δεν προσδιορίζουν. Αρνήθηκαν κάποια έδρα στο Πανεπιστήμιο και έμειναν σπίτι, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους; Είχαν μπροστά τους μεγάλη καριέρα στη show   bizz και εγκατέλειψαν τις διεθνείς σκηνές ή πίστες για να βυζαίνουν ένα μωρό;

Στις πλείστες των περιπτώσεων τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Και στις πλείστες των περιπτώσεων δεν υπάρχει καμία θυσία. Γιατί μπορεί να θεωρείται ότι «μητέρα»  και «θυσία» είναι δύο έννοιες αλληλένδετες , όμως εγώ,  που υπήρξα και κόρη και τώρα είμαι και μητέρα,  θεωρώ ότι εδώ συγχέονται δύο έννοιες , η θυσία και η αγάπη.  Η αγάπη που γεννιέται από τη στιγμή που γεννιέται και η λαχτάρα για τεκνοποίηση, που παίρνει σάρκα και οστά όταν πρωτοαντικρίζεις το μωρό και που το συνοδεύει σε κάθε του αναπνοή.

Αγάπη , λοιπόν, και όχι θυσία. Η Αγάπη η άδολη, η απέραντη, η χωρίς όρια και δεύτερες σκέψεις είναι αυτή που κάνει τη μητέρα να μπαίνει μπροστά στο παιδί της ,γ ια να το προστατεύει. Η Αγάπη είναι αυτό που την ωθεί να βάζει πίσω κάθε δική της επιθυμία, Η Αγάπη είναι αυτή που μετακινεί «βουνά». Γιατί κανένα «βουνό» δεν μπαίνει ανάμεσα σε αυτήν και το παιδί της.

Γι’αυτό ,λοιπόν, όλες εσείς οι μανούλες – και οι πατερούληδες- καλό είναι να μην επικαλείστε ( και να μην  ζητάτε) θυσίες. Η αγάπη είναι εκεί και ξέρει τι θα κάνει τη δεδομένη στιγμή. Δε λαθεύει! Ακόμα και αν της προσάψεις κάποιο ολίσθημα, δεν μπορείς να της κρατήσεις κακία. Γιατί η αγάπη – και η μητρική και η πατρική-  «όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.».

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

 

HOMO ERECTUS, HOMO SAPIENS, HOMO….ANEMVOLIASTUS

Ένα σκωπτικό κείμενο σε σκοτεινούς καιρούς

 

Στην Ελλάδα του 2021 -200 χρόνια από την ελληνική Επανάσταση- εμφανίστηκε ένα καινούργιο είδος ανθρώπου με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ο νεοφερμένος αυτός τύπος είναι «αμαρτωλός», «τζαμπατζής», «αρνητής», «ψεκασμένος». Είναι υπεύθυνος για τη διασπορά του ιού, για το κλείσιμο της οικονομίας, για τα μέτρα και τα αντίμετρα. Είναι επίσης εκείνος που δεν  αγαπάει τον πλησίον του, που δεν διακρίνεται για την αλληλεγγύη και τα άλλα ευγενή συναισθήματα, μοναχοφάης και πλεονέκτης.

Γιατί αυτός ο homus  δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Είναι συνωμοσιολόγος, αγαπάει να βλέπει βίντεο που αναπτύσσουν θεωρίες διαφορετικές από αυτές που διατυμπανίζουν συγκεκριμένα (όλο τα ίδια και τα ίδια) πρόσωπα στα πάνελ κεντρικών καναλιών και δεν υπακούει στα κελεύσματα της εξουσίας.

Πιστεύει μάλιστα – άκουσον άκουσον- ότι πρέπει να είναι υπεύθυνος για την ατομική του υγεία ( πού ακούστηκε κάτι τέτοιο! Μόνο στο Σύνταγμα της  Ελλάδος!), ότι πρέπει να ζυγίσει όλες τις παραμέτρους πριν αποφασίσει ποιο φάρμακο θα λάβει, αν κρίνει βέβαια αναγκαίο να το λάβει.

Τελικά είναι ένα θρασύτατο όν, που έχει κατέβει (από πού δεν ξέρω) στην Ελλαδίτσα μας, στην οποία παρεμπιπτόντως όλα έβαιναν καλώς μέχρι την εμφάνισή του. Δεν θα έπρεπε καν να κυκλοφορεί ανάμεσά μας, αλλά το κάνει. Επρεπε να είχε καταφύγει στα βουνά σαν τους αρματωλούς και τους κλέφτες (έτσι, για το επετειακό του πράγματος!),

Όμως, δε χρειάζεται οι φιλήσυχοι και εμβολιασμένοι συμπολίτες μας να ανησυχούν. Γιατί ο ελέω θεού…ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει, πριν αυτά τα υποκείμενα(!) πέσουν πάνω στους αγαπημένους του σαν τις ακρίδες στην μακρινή Αίγυπτο. Ξέρετε πότε…  Τότε, όταν ο Μωυσής έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να βγάλει τον εκλεκτό  λαό του Κυρίου εκτός των τειχών.

Θα τους αποκλείσει από κάθε διασκέδαση και ψυχαγωγία. Θα εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία τους, θα τους αφήσει χωρίς εργασία (άλλωστε δεν αξίζει να εργάζονται αυτά τα ποταπά σκουλήκια) και στη συνέχεια  θα τους κλείσει μέσα στο σπίτι τους, γιατί εκεί τους αξίζει να μείνουν.

 Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση και σε έναν καινούργιο διχασμό. Ο τόπος μας γνωρίζει καλά από τέτοιους. Γυρίσαμε πίσω στη Γερμανία του 30 και 40. Κάποιοι φαίνεται ότι θα οδηγηθούν στα «στρατόπεδα» και θα κάνουν το «ντουζάκι» τους. Πέρα από τον πόνο και την οργή ευελπιστώ ότι θα εμφανιστεί μια καινούργια Άννα Φράνκ που θα γράψει το ημερολόγιό της , παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

TA ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ!

Στους μαθητές μου της Α’ Λυκείου συνηθίζω να διαβάζω ένα παραμύθι με τίτλο «ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ», από την υπέροχη και ανεκτίμητη συλλογή παραμυθιών από όλον τον κόσμο της Λιλής Λαμπρέλλη (2013: 31-36). Σε αυτό το απόσταγμα γνήσιας σοφίας ένας βασιλιάς μένει ανάπηρος μετά από ένα ατύχημα. Δεν πρόκειται να ξαναπερπατήσει και καταδικάζει και τους υπηκόους του να τον μιμηθούν με την επιβολή νόμου που ο ίδιος θέσπισε. 

 Από τότε οι κάτοικοι της περιοχής περπατούσαν με δεκανίκια, μιμούμενοι τον βασιλιά τους που φαίνεται να ικανοποιείται από το θέαμα. Όλοι πια ήταν ίδιοι. Όλοι εκτός από έναν! Τον γέροντα που ήρθε από τα βουνά. Που περπατούσε στα δυο του πόδια. Που δεν ξέμαθε να περπατάει, γιατί απλά δεν ακολούθησε τον νόμο. Τους κάλεσε να περπατήσουν πάλι σαν και πρώτα. Ο Βασιλιάς είχε πεθάνει. Δεν είχαν τίποτε να φοβούνται πια.

 Μάταια οι κάτοικοι προσπάθησαν να σταθούν στα πόδια τους. Είχαν πια ατροφήσει! Κι όταν μια ομάδα έμαθε μετά από επίπονες προσπάθειες να περπατά, ο νόμος ήταν αμείλικτος. Ο γέροντας και οι νεαροί που τόλμησαν να κυκλοφορήσουν χωρίς στηρίγματα καταδικάστηκαν σε θάνατο. Και οι άνθρωποι της πολιτείας δεν ξαναστάθηκαν ποτέ στα πόδια τους. Και όλοι είχαν να διηγούνται έναν μύθο : πώς κάποτε κάποιοι περπατούσαν « με το σώμα στητό και τα χέρια ελεύθερα». 

 Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να διερωτώμαι αν έχουμε περιέλθει και εμείς σε αυτήν την κατάσταση. Αν με όχημα «τον νόμο» θα ξεχάσουμε σιγά σιγά ελέω πανδημίας να περπατάμε ελεύθεροι.Αν θα αποκτήσουμε πατερίτσες και θα απαγορεύεται η οποιαδήποτε προσπάθεια να σταθούμε στο ύψος μας. Στο ύψος που ταιριάζει στο είδος μας και στον πολιτισμό μας. 

 Βρισκόμαστε όλοι θεατές – άλλοι ενεργητικοί και άλλοι παθητικοί- σε ένα θέαμα που φαίνεται ότι δεν το επιλέξαμε. Ή μήπως το επιλέξαμε; Γιατί η αδιαφορία ή η παθητικότητα αποτελεί συναίνεση. Και η συναίνεση σημαίνει αποδοχή και συνενοχή.

 Μήπως πάλι ο φόβος μας παρέλυσε τα πόδια; Μήπως μας παρέλυσε και το νου; Γιατί κλείνουμε τα μάτια σε αυτό που είναι τόσο κοντά μας; Αισθανόμαστε σίγουρα μια απειλή. Είναι ο ιος. Αυτός που από πέρυσι μας τόνισαν ότι είναι ο αόρατος εχθρός. Για να μπορεί ο ορατός να δουλεύει υποχθόνια, χέρι χέρι με τα μέσα ενημέρωσης . Για να τρομοκρατεί και να διχάζει. 

 Περιμένω τον γέροντα. Δεν ξέρω πότε και από πού θα έρθει. Δεν ξέρω αν θα μπορέσει να μας διδάξει να περπατάμε ελεύθεροι ξανά. Να μας θυμίσει ότι οι νόμοι είναι για να μας προστατεύουν κι όχι να μας απειλούν, ότι το παρελθόν μάς έχει διδάξει ότι τα εγκλήματα δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται και ότι ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι η δικλείδα ασφαλείας όλων μας. 

 Ο εχθρός δεν είναι ο συνάνθρωπός μας. Αρρωστος ή υγιής είναι ο φίλος μας, ο συμμαθητής μας, ο συνάδελφός μας. Εμβολιασμένος ή μη είναι ο ίδιος που με χαρά χαιρετούσαμε στο δρόμο. Αυτά κανένας ιός δεν μπορεί να τα αλλάξει. Κι ας έχουμε οδηγό μας αυτό που σκέφτηκε ο γέροντας , όταν εκδιώχθηκε από το χωριό γιατί υποστήριξε το αυτονόητο : « …όταν κάποιος είναι σκλάβος μιας ανημπόριας ανύπαρκτης για τόσο πολύ καιρό, δεν μπορεί να γίνει ελεύθερος από τη μια στιγμή στην άλλη . Θα πληγωθεί . Γιατί η τόλμη δεν αρκεί. . Χρειάζεται και υπομονή και επιμονή και πειθαρχία η ελευθερία. Και κανένας δεν μπορεί να σου την επιβάλει , αν βαθιά μέσα σου δεν την λαχταράς»( Λαμπρέλλη, 2013: 33-34).

 Υγεία και ευθυκρίσια σε όλους !